Μεταβολισμός και εγκυμοσύνη
Κατά την εγκυμοσύνη γίνονται σημαντικές αλλαγές στο μεταβολισμό της γυναίκας λόγω της ανάπτυξης του κυοφορούμενου εμβρύου και του πλακούντα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω παρατηρούνται αλλαγές κατά την εγκυμοσύνη στο μεταβολισμό της γλυκόζης που προκαλούνται από τη δράση των ορμονών από τον πλακούντα που ανταγωνίζονται τη δράση της ινσουλίνης στην έγκυο γυναίκα οδηγώντας το μεταβολισμό σε ένα αναμενόμενο καθεστώς «σχετικής ινσουλινικής αντίστασης» κατά την εξέλιξη της εγκυμοσύνης, το οποίο αντισταθμίζεται από την ίδια την έγκυο χωρίς κλινικές επιπτώσεις στην πλειοψηφία των κυήσεων. Αλλαγές όμως γίνονται και στο μεταβολισμό του ασβεστίου από το σκελετό όπως και στις συγκεντρώσεις των θυρεοειδικών ορμονών αλλά και της θυρεοειδοτρόπου (TSH) ορμόνης λόγω και της συμμετοχής του πλακούντα. Oι μηχανισμοί προσαρμογής του γυναικείου σώματος στο νέο μεταβολικό περιβάλλον που δημιουργείται κατά την εγκυμοσύνη έχουν ως κύριο σκοπό τη διευκόλυνση της μεταφοράς ενέργειας και τροφής στο έμβρυο. Ειδικός για να μελετήσει αυτό το απαιτητικό ορμονικό περιβάλλον είναι ο ενδοκρινολόγος. Κατά την εγκυμοσύνη αυξάνεται ο μεταβολισμός και έχει υπολογισθεί ότι καθόλη τη διάρκεια της κύησης απαιτούνται για τις ανάγκες της πρώτης επιπλέον 77000 θερμίδες.
Η σημασία του ενδομήτριου περιβάλλοντος στην εξέλιξη της εγκυμοσύνης και στο έμβρυο
Πιστεύεται δηλαδή ότι το παθολογικό, διατροφικό, ορμονικό και μεταβολικό περιβάλλον της μητέρας στην εγκυμοσύνη επηρεάζει την ανάπτυξη και τη μεταβολική λειτουργία του εμβρύου «προγραμματίζοντας» το έτσι να εκδηλώσει σε κάποια φάση της ζωής του, ανάλογα και με τους μετέπειτα επίκτητους παράγοντες κινδύνου, κάποια νόσο που είτε να εμπεριέχει η ίδια την έννοια του μεταβολικού συνδρόμου όπως το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών , ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων είτε να αποτελεί μέρος του μεταβολικού συνδρόμου όπως υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και η ανάπτυξη ινσουλινικής αντοχής.
Ελεγχος βάρους στην εγκυμοσύνη
Το βάρος της μητέρας όταν μένει έγκυος καθορίζει σε μεγάλο ποσοστό και το ποσοστό λίπους που θα έχει το νεογνό κατά τη γέννα του, την εμφάνιση προεκλαμψίας (αυξημένη πίεση) και διαβήτη κύησης στην εγκυμοσύνη. Γι’ αυτό όλες οι παχύσαρκες γυναίκες σε γόνιμη ηλικία που επιθυμούν εγκυμοσύνη πρέπει πρώτα να μπαίνουν σε πρόγραμμα διατροφής και απώλειας βάρους. Ο έλεγχος του βάρους κατά την εγκυμοσύνη παίζει καθοριστικό ρόλο στο μεταβολικό περιβάλλον του εμβρύου και της μητέρας. Ο λιπώδης ιστός (το λίπος) της μητέρας επηρεάζει άμεσα την ανάπτυξη και τη σύσταση σώματος του ίδιου του εμβρύου γιαυτό και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η έγκυος θα πρέπει να παρακολουθείται από εξειδικευμένο ενδοκρινολόγο που με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες του αμερικανικού Institute of Medicine (IOM) θα καθορίζονται από την αρχή οι στόχοι για τα περιθώρια αύξησης βάρους της εγκύου , θα γίνονται διαιτολογικές παρεμβάσεις στην έγκυο και σε συνεργασία με το γυναικολόγο θα παρακολουθούνται τα αποτελέσματά τους στην ανάπτυξη του εμβρύου. Υπάρχουν κλινικές περιπτώσεις όπου η προτεινόμενη αύξηση βάρους της εγκύου θα μπορούσε να είναι και μικρότερη από τις οδηγίες του IOM, πάντα υπό τη στενή παρακολούθηση και τη συνεργασία του ενδοκρινολόγου και του γυναικολόγου.
Διαβήτης και κύηση
Η αναμενόμενη αύξηση της ινσουλινικής αντοχής κατά την εγκυμοσύνη σε γυναίκες με υποκρύπτουσα-και στο μέλλον εξελισσόμενη διαταραχή στο μεταβολισμό της γλυκόζης, θα έχει ως επακόλουθο την ανάπτυξη του διαβήτη κύησης, ένα καθεστώς που χρήζει παρακολούθησης και ίσως ανάλογης με δίαιτα ή ινσουλίνη (σε λίγες περιπτώσεις) θεραπείας, που συνήθως παρέρχεται με το τέλος της κύησης. Τελευταία η έρευνα έχει δείξει ότι σε κάποιες περιπτώσεις ενδείκνυται και η χρήση αντιδιαβητικών δισκίων χωρίς επιπτώσεις στην έγκυο και στο έμβρυο. Παρότι ο διαβήτης κύησης παρέρχεται με το πέρας της κύησης οι γυναίκες που θα τον αναπτύξουν έχουν 40% πιθανότητες περίπου στο μέλλον να εκδηλώσουν Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 στη ζωή τους και αυξημένες πιθανότητες να τον ξαναεμφανίσουν σε μελλοντική νέα εγκυμοσύνη. Στις έγκυες όμως με προυπάρχοντα Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 η αναμενόμενη περαιτέρω αύξηση της ινσουλινικής αντοχής απαιτεί εντατικοποίηση της παρακολούθησης και της αγωγής με ινσουλίνη και στις έγκυες με προυπάρχοντα Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 απαιτείται εντατικοποιημένη παρακολούθηση και ίσως αγωγή με ινσουλίνη από τον ενδοκρινολόγο ανάλογα με την εξέλιξη της ινσουλινικής αντίστασης κατά το πέρας της εγκυμοσύνης. Ο Διαβήτης στην κύηση μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη του εμβρύου προκαλώντας δυσμορφίες στην ανάπτυξή του, επηρεάζοντας την ανάπτυξη και μελλοντική λειτουργία των β-παγκρεατικών κυττάρων του και αυξημένη-επιταχυνόμενη ανάπτυξη του σώματος (μακροσωμία)ή και ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξής του (IUGR).
Η εξέλιξη του Διαβήτη κύησης πρέπει να διαγιγνώσκεται εγκαίρως γι’ αυτό και έγκυες με οικογενειακό ιστορικό Σακχαρώδη Διαβήτη , ιστορικό προηγούμενης εγκυμοσύνης με Διαβήτη κύησης ή αυξημένου βάρους γέννησης του νεογνού (>4-4.5 κιλά), ιατρικό ιστορικό αντίστασης στην ινσουλίνη προ της εγκυμοσύνης, ή αυξημένου βάρους της εγκύου στην αρχή της εγκυμοσύνης θα πρέπει νωρίς να απευθύνονται στον ενδοκρινολόγο για έλεγχο με δίωρη καμπύλη με 75 γρ γλυκόζης . Επίσης η απότομη αύξηση βάρους στην εγκυμοσύνη αποτελεί κλινικό κριτήριο για έλεγχο του σακχάρου της εγκύου.
Διαταραχές ασβεστίου στην εγκυμοσύνη
Κατά την εγκυμοσύνη τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα της εγκύου μητέρας αλλάζουν με αποτέλεσμα να χρειάζεται παρακολούθηση τους από τον ενδοκρινολόγο.
Θυρεοειδικές ορμόνες και εγκυμοσύνη
Διαταραγμένες θυρεοειδικές ορμόνες κατά την εγκυμοσύνη έχουν άμεση επίπτωση στην εξέλιξη της εγκυμοσύνης (αποβολές), στην ανάπτυξη του εμβρύου καθώς και στο δείκτη IQ του εμβρύου. Στην εγκυμοσύνη τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοειδοτρόπου στο αίμα της εγκύου μητέρας χωρίς ιατρικό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας είναι δυνατόν να αλλάξουν τις πρώτες εβδομάδες με αποτέλεσμα να χρειάζεται παρακολούθηση τους από τον ενδοκρινολόγο. Ο τελευταίος κρίνει τις εξετάσεις που χρειάζονται για την παρακολούθηση εγκύων, να αξιολογήσει αν η διαταραχή προέρχεται από το θυρεοειδή της εγκύου και να αποφασιστεί αγωγή. Γυναίκες με ιατρικό ιστορικό θυρεοειδίτιδας, απλών όζων θυρεοειδούς, βρογχοκήλης είτε οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας πρέπει κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης να ελέγχονται.
Σε έγκυες με προηγούμενο ιστορικό υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοειδισμού η παρακολούθησή τους από τον ενδοκρινολόγο κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να είναι συχνή, κάθε 4-8 εβδομάδες κατά περίπτωση , αφού οι ανάγκες της εγκυμοσύνης πολλαπλασιάζονται γρήγορα και οι ορμόνες αλλάζουν. Τα θεραπευτικά όρια (φυσιολογικά επίπεδα) των θυρεοειδικών ορμονών είναι αυστηρότερα και διαφορετικά από αυτά που δίνονται από τα εργαστήρια και που αφορούν μη έγκυες.
Παρακολούθηση έγκυων με Συγγενή υπερπλασία επινεφριδίων, πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό, διαταραχές έκκρισης κορτιζόλης , διαταραχές ορμονών υπόφυσης, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Η παρακολούθηση έγκυων με ενδοκρινολογικά νοσήματα στην κορτιζόλη, στα ανδρογόνα, στην προλακτίνη, στην αλδοστερόνη απαιτεί συχνή παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο. Κατά την εγκυμοσύνη πολλές από τις τιμές των παραπάνω ορμονών αυξάνονται και άλλο λόγω της κύησης. Ο ενδοκρινολόγος κρίνει σε ποιές περιπτώσεις οι αυξημένες τιμές αποτελούν κίνδυνο για το έμβρυο και κυρίως για τη συνέχεια της κύησης. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ενδοκρινολόγος συμβουλεύει κατά της έναρξης μιας κύησης.
|
|