Τελευταία νέα

Τελευταία επιστημονικά νέα στο χώρο του Μεταβολισμού

Αγαπητοί φίλοι από εδώ θα διαβάζετε τα πιο επίκαιρα νέα που θα διαλέγω για σας κάθε μήνα από τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία με σημαντικές πληροφορίες.

Άρθρα:

10/5/2020

  1. Κύριο άρθρο

Από το κυρίως άρθρο πληροφορούμαστε ότι η παχυσαρκία στην ηλικία κάτω των 60 ετών διπλασιάζει τη σοβαρότητα της συμπτωματολογίας και τον κίνδυνο εισαγωγής στο Νοσοκομείο ασθενών με COVID-19 σύμφωνα με δύο πρόσφατες μελέτες από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία  στο ιατρικό περιοδικό Clinical Infectious Diseases.

Τελευταία ολοένα και αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η παχυσαρκία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση σοβαρής συμπτωματολογίας σε ασθενείς με COVID-19 ιδίως ανάμεσα σε νεότερους ασθενείς. Σε πρόσφατη μελέτη από το New York School of Medicine/NYU Langone Health (1), ασθενείς παχύσαρκοι κάτω των 60 ετών είχαν δύο φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσηλευτούν για COVID-19 (hazard ratio [HR], 2.0; P < .0001) και αυξημένες πιθανότητες να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) (HR, 1.8; P = 0.006). Συγκεκριμένα σε 3615 ασθενείς που βγήκαν θετικοί στο COVID-19 οι 775 (21%) είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ≥ 30-34 kg/m2 και 595 ασθενείς είχαν ΔΜΣ ≥ 35 kg/m2. Στους μεγαλύτερους ασθενείς (>60 ετών) η παχυσαρκία δεν ήταν προγνωστικός παράγοντας για εισαγωγή στη ΜΕΘ. Το εύρημα αυτό έχει σημαντικές κλινικές επιπτώσεις αφού στις ΗΠΑ το 40% των ενήλικων έχουν ΔΜΣ ≥ 30 kg/m2. Παρόμοια αποτελέσματα, από τους Christopher M. Petrilli, και συνεργάτες του NYU Grossman School of Medicine, για το διάστημα 1/3/2020 με 7/4/2020 είχαμε από δεδομένα με 4103 ασθενείς άλλου Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης που έδειξαν ότι οι νέοι με ΔΜΣ > 40 kg/m2 είχαν έξι φορές μαγαλύτερο κίνδυνο για νοσηλεία. Νοσηλεύθηκαν το 48.7% από τους οποίους το 22.3% χρειάστηκε βοήθεια με μηχανικό αναπνευστήρα και το 14.6% απεβίωσε.  Στην ίδια μελέτη το ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας ως παράγοντας κινδύνου είχε τέσσερις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για νοσηλεία.

Στη δεύτερη μελέτη οι ερευνητές Arthur Simonnet και συνεργάτες από τη Lille της Γαλλίας (2) διαπίστωσαν αυξημένη συχνότητα παχυσαρκίας σε ασθενείς με COVID-19 που εισήχθησαν στη ΜΕΘ  ενώ παρατήρησαν επίσης ότι η σοβαρότητα της νόσου COVID-19 αυξανόταν όσο πιο παχύσαρκος ήταν ο ασθενής. Αρκετοί από τους νοσηλευόμενους  ασθενείς σύμφωνα με τους συγγραφείς ήταν νεότεροι με μόνο παράγοντα κινδύνου την παχυσαρκία.  Οι ερευνητές καταλήγουν ότι οι παχύσαρκοι που ήταν νέοι ασθένησαν γρηγορότερα.  Συγκεκριμένα οι συγγραφείς μελέτησαν 214 ασθενείς που εισήχθησαν στη ΜΕΘ με  COVID-19 και σοβαρή αναπνευστική νόσο κατά το διάστημα 25/2/2020 με 5/4/2020. Στις 6 Απριλίου 60 ασθενείς με COVID-19 είχαν πάρει εξιτήριο από τη ΜΕΘ με ίαση, 18 είχαν πεθάνει και 46 παρέμεναν ακόμη νοσηλευόμενοι. Η πλειοψηφία (73%) ήταν άρρενες και η μέση ηλικία τους ήταν τα 60 έτη. Ασθενείς με  COVID-19 εμφάνιζαν παχυσαρκία και νοσογόνο παχυσαρκία σε ποσοστά  47.6% και 28.2% αντίστοιχα σε σχέση με ασθενείς χωρίς COVID-19 που νοσηλεύονταν στη ΜΕΘ  και που τα ποσοστά παχυσαρκίας και νοσογόνου παχυαρκίας ήταν στατιστικά μικρότερα (25.2% και 10.8% αντίστοιχα, P < .001). Ένα πολύ σηματνικό εύρημα ήταν ότι ασθενείς με ΔΜΣ > 35 kg/m2 είχαν επτά φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να χρειαστούν μηχανική υποστήριξη με αναπνευστήρα (odds ratio [OR], 7.36; P = .021), σε σύγκριση με αυτούς με ΔΜΣ < 25 kg/m2, ακόμα και όταν συνυπολογίστηκε η ηλικία, η ύπαρξη διαβήτη και υπέρτασης.

Γενικότερα φαίνεται ότι η παχυσαρκία αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου σε ασθενείς κάτω των 60 ετών με COVID-19 να νοσηλευθούν, να εισαχθούν στη ΜΕΘ και να χρειασθούν τη βοήθεια μηχανικής υποστ

) βολικών παραγόντων κινδύνου   μήριξης λόγω της σοβαρής αναπνευστικής δυσχέρειας από την οποία κινδυνεύουν (3).

Βιβλιογραγικές αναφορές

1) Lighter J, Phillips M, Hochman S, Sterling S, Johnson D, Francois F, Stachel A. Obesity in patients younger than 60 years is a risk factor for Covid-19 hospital admission. Clin Infect Dis. 2020 Apr 9. pii: ciaa415. doi: 10.1093/cid/ciaa415.

2) Arthur Simonnet και συνεργάτες από το Centre Hospitalier Universitaire de Lille, France  (μελέτη υπό δημοσίευση Clinical Infectious Diseases)

3) Costa H, Jacob M, Pereira R, Calças R. COVID-19 ventilatory phenotypes and obesity: is there a relationship? Obesity (Silver Spring). 2020 May 8. doi: 10.1002/oby.22877

 

  1. Από τη διεθνή βιβλιογραφία
  • Τίτλος «Ο ρόλος του λιποκυττάρου στη σοβαρότητα της λοίμωξης COVID19 από το αναπνευστικό».

Από τους Ilja L. Kruglikov, Philipp E. Scherer  , δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Obesity https://doi.org/10.1002/oby.22856, 27 April 2020

Σχόλιο

Το παρακάτω άρθρο μας πληροφορεί για τη παθοφυσιολογία και τη συμμετοχή του λιποκυττάρου στην ευόδωση της εξέλιξης της πνευμονικής ίνωσης στη νόσο COVID-19 και επισημαίνει έναν πιθανό θεραπευτικό ρόλο της κατηγορίας των αντιδιαβητικών δισκίων- θειαζολιδινεδιονών.

Περίληψη

Η νόσος του Coronavirus ‐2019 (COVID‐19), που οφείλεται στον παθογόνο ιο SARS‐CoV‐2, εμφανίζει υψηλή θνητότητα και θνησιμότητα που προκαλείται από την εξέλιξη σοβαρού οξέως αναπνευστικού συνδρόμου με εκτεταμένη πνευμονική ίνωση. Ενδέχεται τα λιποκύτταρα και κύτταρα όπως οι αναπνευστικοί λιπο-ινοβλάστες  να έχουν σημαντικό ρόλο στην απάντηση του οργανισμού  στο COVID‐19. Η έκφραση του ενζύμου «μετατροπέας της αγγειτενσίνης-2» (ACE2) που είναι ο λειτουργικός υποδοχέας για τον ιο  SARS‐CoV, είναι αυξημένη στα λιποκύτταρα των παχύσαρκων και των διαβητικών ασθενών  μετατρέποντας έτσι το λιπώδη ιστό σε δυνητική αποθήκη του ιού. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει το λόγο γιατί η παχυσαρκία και ο διαβήτης αποτελούν δυνητικά συννοσηρότητες για τις COVID‐19 λοιμώξεις. Με βάση την πρόσφατη θεωρία περί της μετατροπής του λιποκυττάρου σε μυο-ινοβλάστη (AMT), οι λιπο-ινοβλάστες που βρίσκονται στο διάμεσο ιστό των βρογχιολίων και σχετίζονται στενά με τα κλασσικά λιποκύτταρα έχουν την ικανότητα να διαφοροποιούνται σε μυο-ινοβλάστες παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πνευμονικής ίνωσης. Αυτό μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη σοβαρότητα της απάντησης  στον COVID‐19 τοπικά στον πνεύμονα. Για να μειωθεί η σοβαρότητα και η θνησιμότητα στον ιο COVID‐19, προτείνουμε να δοκιμαστούν οι  θειαζολιδινεδιόνες (TZDs), που είναι αγωνιστές των PPARγ, γνωστά αντιδιαβητικά φάρμακα. Οι TZDs μπορούν να σταθεροποιήσουν τους λιπο-ινοβλάστες στη μη ενεργή μορφή τους αποτρέποντας τη μετατροπή τους σε μυο-ινοβλάστες, μειώνοντας την εξέλιξη της πνευμονικής ίνωσης σε  περιπτώσεις με νόσο COVID‐19.

 

2) Τίτλος «Η παχυσαρκία «φυσιολογικού βάρους» συνοδεύεται από δυσμενή καρδιομεταβολική εικόνα  και χαμηλά επίπεδα φυσικής κατάστασης σε παιδιά και έφηβους»

Από τους  Antonio García-Hermoso , Cesar Agostinis-Sobrinho , Gloria Eugenia Camargo-Villalba , Nubia Mercedes González-Jiménez , Mikel Izquierdo , Jorge Enrique Correa-Bautista , Robinson Ramírez-Vélez

Δημοσιεύτηκε στο Nutrients 2020, 12(4), 1171; https://doi.org/10.3390/nu12041171

 

 

Σχόλιο

Στο επόμενο άρθρο μία  μελέτη από την Κολομβία έδειξε ότι παιδιά και έφηβοι με φυσιολογικό βάρος αλλά με αυξημένη ποσότητα λίπους (άνω της  90ης  εκατοστιαίας θέσης για την ηλικία και το φύλο) είχαν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερα επίπεδα καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου στον αίμα και μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης σε τερη ﷽﷽﷽﷽﷽ καρδιαγι  σύγκριση με νέους με φυσιολοφικό βάρος και  ποσότητα λίπους κατω της  90ης  εκατοστιαίας θέσης για την ηλικία και το φύλο λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία, το διαιτολόγιο, και το στάδιο της ήβης. Η μελέτη τονίζει τη σημασία της σύστασης του σώματος στην εκτίμηση του κινδύνου της παχυσαρκίας για την ύπαρξη καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου σε παιδιά και έφηβους από τη Νότια Αμερική.

Περίληψη

 

Η αυξημένη ποσότητα λίπους σε ασθενείς με φυσιολογικό βάρος, με βάση το Δέικτη Μάζας Σωματος (ΔΜΣ), συνοδεύεται με καρδιομεταβολική δυσλειτουργία. Παρόλα αυτά δεν είναι γνωστή αυτή  η συσχέτιση σε παιδιά και έφηβους από τη Λατινική Αμερική. Σκοπός της μελέτης ήταν  (i) να διερευνηθεί εάν παιδιά και έφηβοι από την Κολομβία με  «παχυσαρκία φυσιολογικού βάρους» εμφανίζουν δυσμενή καρδιομεταβολική εικόνα και επίπεδο φυσικής κατάστασης σε σύγκριση με παιδιά και έφηβους συνομήλικους φυσιολογικού βάρους και μικρότερη ποσότητα λίπους (λεπτούς μη-παχύσαρκους) (ii) να διερευνηθεί εάν το επίπεδο φυσικής κατάστασης συνδέεται με τη συχνότητα εμφάνισης «παχυσαρκίας φυσιολογικού βάρους» στους νέους. Η μελέτη έγινε  σε 1919 νέους (ηλικίας 9–17.9 έτη, 53.0% κορίτσια) από στην πρωτεύουσα της Κολομβίας. Η «παχυσαρκία φυσιολογικού βάρους» ορίζεται ως δείκτης μάζας σώματος < 25 kg/m2 με υπολογισμένο ποσοστό λίπους άνω της  90ης  εκατοστιαίας θέσης για την ηλικία και το φύλο για παιδιά και εφήβους από την Κολομβία. Η σύσταση λίπους σώματος υπολογίστηκε με τη μέθοδο της ανάλυσης βιοεμπέδησης, το καρδιοαναπνευστικό επίπεδο φυσικής κατάστασης υπολογίστηκε ζητώντας από τους ασθενείς νε τρέξουν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα που μπορούσαν μια απόσταση είκοσι μέτρων, και η μυική δύναμη αξιολογήθηκε με το μέθοδο της χειρολαβής (hand grip). Οι καρδιομεταβολικοί βιοχημικοί παράγοντες κινδύνου μετρήθηκαν μετά από αιμοληψία. Η μελέτη έδειξε ότι οι νέοι με φυσιολογικό βάρος αλλά με αυξημένη ποσότητα λίπους είχαν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερα επίπεδα καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου στον αίμα και μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης σε στερη ﷽﷽﷽﷽﷽ καρδιαγι ύγκριση με τους νέους με φυσιολοφικό βάρος αλλά και ποσότητα λίπους κατω της  90ης  εκατοστιαίας θέσης για την ηλικία και το φύλο, λαμβάνοντας υπόψιν την ηλικία,  το διαιτολόγιο, και το στάδιο της ήβης.

 

Νέα από τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία

Α) Πειραματική ενδοφλέβια χορήγηση κοκτέιλ ορμονών που επηρεάζουν την όρεξη με σκοπό την απώλεια βάρους και τη ρύθμιση των τιμών του σακχάρου

Η εύρεση αποτελεσματικής φαρμακευτικής αγωγής απώλειας βάρους είναι αντικείμενο πολλών μελετών. Πρόσφατα έχει βρεθεί ότι το γαστρεντερικό εκκρίνει ορμόνες που επιδρούν στο σύστημα της όρεξης. Η παρακάτω μελέτη χρησιμοποίησε μείγμα ορμονών που εκκρίνονται από το γαστρεντερικό και μελέτησε το αποτέλεσμά τους σε παχύσαρκους και ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Τίτλος μελέτης

Η συνδυασμένη αγωγή με το μείγμα των ορμονών GLP-1, Oxyntomodulin, και πεπτίδιο PYY από το γαστρεντερικό βελτιώνει το σωματικό βάρος και τη γλυχαιμία στην παχυσαρκία και στον προδιαβήτη/σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2: Μια τυχαιοποιημένη μονή τυφλή Placebo μελέτη

Aπό τους συγγραφείς:

Preeshila Behary, George Tharakan, Kleopatra Alexiadou, Nicholas Johnson, Nicolai J. Wewer Albrechtsen, Julia Kenkre, Joyceline Cuenco, David Hope, Oluwaseun Anyiam, Sirazum Choudhury, Haya Alessimii, Ankur Poddar, James Minnion, Chedie Doyle, Gary Frost, Carel Le Roux, Sanjay Purkayastha, Krishna Moorthy, Waljit Dhillo, Jens J. Holst, Ahmed R. Ahmed, A. Toby Prevost, Stephen R. Bloom, Tricia M. Tan

Δημοσιεύτηκε στο Diabetes Care 2019 Jun; dc190449.

Σκοπός της μελέτης

Το βαριατρικό χειρουργείο με τη μέθοδο παράκαμψης Roux-en-Y (RYGB) αυξάνει την μεταγευματική έκκριση του glucagon-like peptide 1 (GLP-1), της oxyntomodulin (OXM), και του πεπτιδίου YY (PYY). Υποδόρια έγχυση του μείγματος αυτών των ορμονών (“GOP”), μιμούμενοι τα επιθυμητά επίπεδα τους μετά το γεύμα μειώνει την ενεργειακή πρόσληψη. Σκοπός ήταν να μελετηθούν τα αποτελέσματα της έγχυσης GOP στη γλυχαιμία και στο βάρος σώματος επί θεραπείας 4 εβδομάδων σε ασθενείς με διαβήτη και παχυσαρκία.

Μεθοδολογία

Μονή τυφλή μελέτη όπου συμπεριελήφθησαν παχύσαρκοι ασθενείς με προδιαβήτη είτε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που πήραν υποδορίως είτε τη θεραπεία με έγχυση του μείγματος των ορμονών GOP (15 ασθενείς) είτε έγχυση με φυσιολογικό ορό  (11 ασθενείς) για 4 εβδομάδες. Επίσης μελετήθηκαν 21 ασθενείς πού έκαναν βαριατρικό χειρουργείο παράκαμψης με τη μέθοδο RYGB και 22 ασθενείς που έκαναν δίαιτα πολύ χαμηλών θερμίδων very low-calorie diet (VLCD) για σύγκριση. Μετρήθηκαν τα εξής αποτελέσματα 1) Βάρος σώματος 2) επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης μετά από μεικτό  γεύμα 3) κατανάλωση ενέργειας (EE), 4) πρόσληψη ενέργειας (EI) και 5) επίπεδα γλυκόζης καθώς και διακύμανση τιμών γλυκόζης με βάση συστήματος 24ωρης καταγραφής των τιμών της.

Αποτελέσματα της μελέτης

Η έγχυση των ορμονών GOP επί 4 εβδομάδες είχε καλή ανεκτικότητα στους ασθενείς. Αυτοί που έπαιρναν το θεραπευτικό μείγμα των ορμονών GOP είχαν στατιστικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους (P = 0.025) (μέση απώλεια −4.4 [95% CI −5.3, −3.5] kg) έναντι αυτών που πήραν απλώς φυσιολογικό ορό (−2.5 [−4.1, −0.9] kg). Παρότι αυτοί που πήραν υποδορίως το μείγμα των γαστρεντερικών ορμονών GOP είχαν μικρότερη απώλεια βάρους σε σχέση με αυτούς που έκαναν βαριατρικό περιοριστικό χειρουργείο με τη μέθοδο RYGB αλλά και από αυτούς που έκαναν τη δίαιτα πολύ χαμηλών θερμίδων VLCD, εντούτοις είχαν καλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη μετά από ένα μεικτό γεύμα και μικρότερη διακύμανση στις τιμές γλυκόζης

Συμπεράσματα της μελέτης

Η έγχυση ορμονών με προέλευση από το γαστρεντερικό GOP βελτιώνει τη γλυχαιμία και επιτυγχάνει απώλεια βάρους.  Η αγωγή επιτυγχάνει καλύτερη ευαισθησία στην ινσουλίνη και μικρότερη διακύμανση στις τιμές γλυκόζης σε σύγκριση με το βαριατρικό χειρουργείο RYGB και τη δίαιτα πολύ χαμηλών θερμίδων VLCD. Η θεραπεία με το μείγμα των ορμονών GOP είναι μία ενναλακτική λύση για τη θεραπεία του διαβήτη με θετικά αποτελέσματα στην απώλεια βάρους.

 

Β) Η διατήρηση της φυσική κατάστασης και λειτουργικότητας του σώματος στη μέση ηλικία είναι ένας από του στόχους υγείας και επηρεάζεται από την άσκηση καθώς και το βάρος σώματος στην ηλικία αυτή. Καθώς το βάρος σώματος σε νεώτερες ηλικίες είναι προγνωστικός παράγοντας του βάρους στη μέση ηλικία, στη μελέτη αυτή οι ερευνητές εξέτασαν κατά πόσο το ιστορικό του βάρους γέννησης  επηρεάζει τη λειτουργικότητα και τη φυσική του κατάσταση ενός μεσήλικα.

Τίτλος μελέτης

Το βάρος γέννησης, το μακροχρόνιο ιστορικό  παχυσαρκίας και η φυσική κατάσταση  στη μέση ηλικία: Μια πανεθνική μελέτη κοόρτης βάρους γέννησης

Από τους συγγραφείς

Nina Trivedy, Rogers Chris, Power Snehal, Pinto Pereira  Δημοσιεύτηκε στο International Journal of Epidemiology, 2019

Σκοπός της μελέτης

Δεν υπάρχει μελέτη που να συσχετίζει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας και της αύξησης του δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) με τη φυσική κατάσταση στη μέση ηλικία. Σκοπός ήταν να μελετηθεί η σχέση  α) του βάρους γέννησης και του ΔΜΣ σε όλο το εύρος της ζωής β) της αύξησης του ΔΜΣ σε καθορισμένα χρονικά σημεία της ζωής γ) της ηλικίας εμφάνισης της παχυσαρκίας με τη φυσική κατάσταση στην ηλικία των 50 ετών.

Μεθοδολογία

Σε βρετανική κοόρτη του 1958 με 8674 περιπτώσεις, υπολογίστηκε ο ΔΜΣ (kg/m2). Η φυσική κατάσταση εκτιμήθηκε στην ηλικία των 50 ετών χρησιμοποιώντας την κλίμακα Short-form 36 survey. Η κατώτερη 10% με βάση το φύλο ορίστηκε ως κακή. Οι ανωτέρω ζητούμενες σχέσεις/ συσχετίσεις εξετάσθηκαν χρησιμοποιώντας το μοντέλο λογαριθμικής παλινδρόμησης, λαμβάνοντας υπόψιν το ιστορικό υγείας και την ηλικία.

Αποτελέσματα

Το βάρος γέννησης δεν συσχετίστηκε με τη φυσική κατάσταση. Σε κάθε ηλικία ενηλίκων ο κίνδυνος για κακή φυσική κατάσταση ήταν μεγαλύτερος για τους παχύσαρκους, π.χ. στην ηλικία 23 ετών με παχυσαρκία ο κίνδυνος για κακή φυσική κατάσταση ήταν 2.28 (1.34, 3.91) και 2.67 (1.72, 4.14) σε άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Η αύξηση του ΔΜΣ συσχετιζόταν με κακή φυσική κατάσταση, π.χ. για γυναίκες ο κίνδυνος για κάθε απόκλιση στην αύξηση του ΔΜΣ ηλικίες 16–23 ετών ήταν 1.28 (1.13, 1.46); για αύξηση του ΔΜΣ ηλικίες 45–50 ετών ήταν 1.36 (1.11, 1.65). Η μεγαλύτερης διάρκειας παχυσαρκία από την παιδική ηλικία συσχετιζόταν με κακή φυσική κατάσταση για άνδρες ήταν 2.32 (1.26, 4.29) και για έναρξη παχυσαρκίας από την μέση ηλικία ήταν 1.50 (1.16, 1.96).

Συμπέρασμα

Η παχυσαρκία, οι αυξήσεις του ΔΜΣ και η έναρξη της παχυσαρκίας από νεαρότερες ηλικίες συνοδεύονταν από κακή φυσική κατάσταση στη μέση ηλικία ενισχύοντας έτσι την σημασία της πρόληψης και της προσπάθειας για καθυστέρηση της έναρξης της παχυσαρκίας.

 

Μεγάλη μελέτη από το Ηνωμένο Βασίλειο καταρρίπτει τη θεωρία του «υγειούς παχύσαρκου» που δημοσιεύτηκε στο Journal American Heart Association

Επιμέλεια: Γεώργιος Βαλσαμάκης, Επίκουρος Καθηγητής Ενδοκρινολογίας

Τα στοιχεία της μελέτης έδειξαν τα παρακάτω

Τίτλος
“Συσχέτιση μεταξύ μετρήσεων σαρκοπενικής παχυσαρκίας και κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου και θνησιμότητας: Μία μελέτη κοόρτης και μια Μενδέλεια τυχαιοποιημένη ανάλυση χρησιμοποιώντας την UK Βιοτράπεζα”

Συγγραφείς
Ruth E. Farmer, PhD;* Rohini Mathur, PhD;* A. Floriaan Schmidt, PhD; Krishnan Bhaskaran, PhD; Ghazaleh Fatemifar, PhD;Sophie V. Eastwood, MSc, MBChB; Chris Finan, PhD; Spiros Denaxas, PhD; Liam Smeeth, FRCGP, PhD; Nish Chaturvedi, PhD. J Am Heart Assoc. 2019 Jul 2;8(13):e011638

Πρόλογος
Η θεωρία του «υγειούς παχύσαρκου» προτείνει ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την αυξημένη μάζα του λιπώδους ιστού μειώνονται σε αυτούς που έχουν καλύτερη ποιότητα μυών (μάζα και δύναμη).

Μεθοδολογία
Χρησιμοποιήθηκαν τα δείγματα από τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (452.931 δείγματα). Ο Δείκτης Μάζας Σώματος χρησιμοποιήθηκε καταρχήν στη διάγνωση της παχυσαρκίας. Μελετήθηκε η μυική δύναμη όπου μετρήθηκε η δύναμη του χεριού με τη μέθοδο της χειρολαβής. Τα ανωτέρω συσχετίστηκαν με τη θανατηφόρο και τη μη-θανατηφόρο καρδιαγγειακή νόσο και τη θνησιμότητα. Σε δευτερογενή ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ο λόγος περιφέρειας μέσης προς την περιφέρεια γλουτών ως δείκτης παχυσαρκίας καθώς και η ολική σκελετική μυική μάζα ως δείκτης μυικής μάζας. Σε ένα υποσύνολο δειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν τα γονιδιακά scores για το Δείκτη Μάζας Σώματος, ο λόγος περιφέρειας μέσης προς την περιφέρεια γλουτών και η δύναμη του χεριού με τη μέθοδο της χειρολαβής χρησιμοποιώντας ως ανάλυση τη Μενδέλεια τυχαιοποίηση.

Αποτελέσματα
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος συνοδευόταν από αυξημένο κίνδυνο για μία θανατηφόρο και μη-θανατηφόρο καρδιαγγειακή νόσο και για τη θνησιμότητα [HR] range 1.10–1.82). Η χαμηλή μυική δύναμη (δείκτης ποιότητας μυών) συνοδεύτηκε από αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και θνησιμότητας (HR range 1.39–1.72) ενώ για το καρδιαγγειακό συμβάμα ο κίνδυνος ήταν μικρότερος [HR range 1.05–1.09]. Δέν υπήρξε ένδειξη αλληλεπίδρασης μεταξύ του Δείκτη Μάζας Σώματος και της μυικής δύναμης του χεριού που να επιβεβαιώνει την υπόθεση του “υγειούς παχύσαρκου». Παρόμοια αποτελέσματα υπήρξαν όταν χρησιμοποιήθηκαν άλλοι δείκτες μάζας λιπώδους ιστού. Δεν υπήρξε ένδειξη συσχέτισης μεταξύ του δείκτη μυικής μάζας και οποιουδήποτε ζητούμενου της μελέτης. Η γενετική πρόβλεψη της χαμηλής δύναμης του χεριού συνοδευόταν με αυξημένη κίνδυνο θνησιμότητας (HR range 1.08–1.19).

Συμπεράσματα
Οι αναλύσεις μας δεν επιβεβαιώνουν τη θεωρία του “υγειούς παχύσαρκου“. Δεν υπήρξε ένδειξη ότι οι αρνητικές επιδράσεις της παχυσαρκίας εξισσοροπούνταν από την καλή ποιότητα της μυικής μάζας.


Μελέτη καταλήγει ότι αυξάνεται περισσότερο η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου σε νέους σε σχέση με μεγαλύτερες ηλικίες που δημοσιεύτηκε στο Lancet Public Health

Τίτλος
“Αυξάνονται οι καρκίνοι που έχουν σχέση με την παχυασαρκία σε νέους”

Συγγραφείς
Sung H, Siegel RL, Rosenberg PS, Jemal A. Emerging cancer trends among young adults in the USA: analysis of a population-based cancer registry. Lancet Public Health. 2019; 2667(18)30267-6

Αποτελέσματα
Αυξάνονται τα ποσοστά σε έξι από τους δώδεκα γνωστούς καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία στις ΗΠΑ σε διαδοχικές γενιές. Η μεγαλύτερες αυξήσεις στην εμφάνιση τους είναι σε νέους σύμφωνα με μία μελέτη της Αμερικανικής Εταιρείας Καρκίνου (ACS). Οι ερευνητές μελέτησαν τη συχνότητα εμφάνισης 30 καρκίνων σε ασθενείς ηλικίας 25 με 84 ετών για την περίοδο 1995 μέχρι 2014. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από 25 πολιτείες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 67% του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ. Η συλλογή των δεδομένων έγινε από τα αρχεία της North American Association of Central Cancer Registries. Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη στο είδος της που συστηματικά αναλύει την τάση της συχνότητας εμφάνισης στις ΗΠΑ σε νέους ενήλικες. Τα ευρήματα έδειξαν μία σημαντική αύξηση στους μισούς απο τους γνωστούς καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία όπως ο καρκίνος του παχέως εντέρου, ο καρκίνος του ενδομητρίου, ο καρκίνος της χοληδόχου κύστης, ο καρκίνος των νεφρών, το πολλαπλούν μυέλωμα και ο ακρκίνος του παγκρέατος μεταξύ των ηλικιών 25 και 49 ετών με τις μγαλύτερες αυξήσεις να εμφανίζοονται στις νεότερες ηλικίες. Μεταξύ αυτών που γεννήθηκαν μεταξύ του 1981 και 1996 ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου παχέως εντέρου, ενδομητρίου, παγκρέατος και χοληδόχου κύστης είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με αυτούς που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1946 με 1964 όταν ήταν στην ίδια ηλικία. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες η επιδημία της παχυσαρκίας οδήγησε σε αύξηση της εναπόθεσης του λιπώδους ιστού νωρίτερα στις νεαρότερες γενεές.


Συμπεριφορική θεραπεία απώλειας βάρους σε γυναίκες μετά τον τοκετό: μία συστηματική ανασκόπηση συστηματικών τυχαιοποιημένων μελετών

Janice A. Ferguson, Amanda J. Daley, Helen M. Parretti

Η ανασκόπηση μελέτησε την αποτελεσματικότητα στην απώλεια βάρους μετά τον τοκετό σε γυναίκες με αλλαγή της συμπεριφοράς και του τρόπου ζωής μετά από συμπεριφορική παρέμβαση. Χρησιμοποιήθηκαν τα Medline (PubMed), Embase, CINAHL Plus, The Cochrane Library και Scopus από το 2000 μέχρι τον Ιανουάριο του 2018 και αναζητήθηκαν συστηματικές ανασκοπήσεις τυχαιοπημένων με control μελετών όπου μελετήθηκε η αποτελεσματικότητα της συμπεριφορικής παρέμβασης στην απώλεια βάρους σε γυναίκες μετά τον τοκετό. Τα αποτελέσματα συλλέχθηκαν εκτελώντας μία μεγάλη μετα-ανάλυση από προηγούμενες συστηματικές ανασκοπήσεις. Ενενήντα ανασκοπήσεις συμπεριελήφθησαν καθώς πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Οι ανασκοπήσεις καταλήγουν ότι η συμπεριφορική παρέμβαση με δίαιτα και άσκηση συμβάλλει στην απώλεια βάρους μετά τον τοκετό με μέση απώλεια βάρους −1.7 kg (95% CI, −2.3 έως −1.1).


Μακροχρόνια επίτευξη απώλειας βάρους έπειτα από θεραπεία με μετφορμίνη ή με αλλαγή του τρόπου ζωής στη μελέτη “Diabetes Prevention Program Outcomes Study”

John W. Apolzan, PhD; Elizabeth M. Venditti, PhD; Sharon L. Edelstein, ScM; William C. Knowler, MD, DrPH; Dana Dabelea, MD, PhD; Edward J. Boyko, MD; Xavier Pi-Sunyer, MD; Rita R. Kalyani, MD; Paul W. Franks, PhD; Preethi Srikanthan, MD; Kishore M. Gadde, MD Ann Intern Med. 2019.

Πρόλογος: Ο προσδιορισμός αξιόπιστων προγνωστικών παραγόντων μακροχρόνιας απώλειας βάρους μπορεί να βελτιώσει τη θεραπευτική προσέγγιση στην επίτευξη απώλειας βάρους.

Σκοπός: Να προσδιοριστούν ορισμένοι προγνωστικοί παράγοντες μακροχρόνιας απώλειας βάρους.

Μεθοδολογία: Το DPP (Diabetes Prevention Program) ήταν μία τυχαιοποιημένη με κοντρόλ μελέτη που συνέκρινε τη μακροχρόνια απώλεια βάρους με μετφορμίνη, με εντατική αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα και άσκηση και με placebo. Απο τους 3234 συμμετέχοντες στη μελέτη οι 1066 έχασαν τουλάχιστον το 5% του αρχικού τους βάρους τον πρώτο χρόνο και παρακολουθήθηκαν για 15 χρόνια.

Αποτελέσματα: Μετά από ένα χρόνο 289 (28.5%) συμμετέχοντες που πήραν μετφορμίνη, 640 (62.6%) με εντατική αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα και άσκηση και 137 (13.4%) στο placebo group έχασαν τουλάχιστον 5% του αρχικού τους βάρους. Έπειτα από το τέλος της πρώτης φάσης απώλειας βάρους της μελέτης η μέση απώλεια βάρους σε σχέση με το αρχικό διάστημα 6 και 15 χρόνων ήταν 6.2% (95% CI, 5.2% έως 7.2%) αυτών που πήραν μετφορμίνη, 3.7% (CI, 3.1% έως 4.4%) στην ομάδα αλλαγής του τρόπου ζωής με δίαιτα και άσκηση και 2.8% (CI, 1.3% έως 4.4%) στην ομάδα του placebo. Ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες μακροχρόνιας απώλειας βάρους ήταν η μεγαλύτερη απώλεια βάρους κατά τον πρώτο χρόνο σε όλες τις ομάδες, η μεγαλύτερη ηλικία και η συνεχής χρήση της μετφορμίνης σε αυτούς που ήταν στην ομάδα της μετφορμίνης, η μεγαλύτερη ηλικία και η απουσία σακχαρώδους διαβήτη είτε οικογενειακού ιστορικού διαβήτη στην ομάδα με εντατική αλλαγή του τρόπου ζωής με δίαιτα και άσκηση, και οι μεγαλύτερες τιμές σακχάρου νηστείας στην ομάδα του placebo.

Συμπεράσματα: Μεταξύ των ατόμων που είχαν απώλεια βάρους τουλάχιστον 5% μετά τον πρώτο χρόνο , αυτοί που τυχαιοποιημένα πήραν μετφορμίνη είχαν τη μεγαλύτερη απώλεια μετά από 6 έως 15 χρόνια. Η μεγαλύτερη ηλικία και η έκταση της απώλειας βάρους που επιτεύχθηκε κατά τον πρώτο χρόνο ήταν οι πιο καλοί προγνωστικοί παράγοντες μακροχρόνιας απώλειας βάρους.

Χρηματοδότηση: Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ


Το βαριατρικό χειρουργείο στην νόσο της παχυσαρκίας κάνει τους ασθενείς πιο υγιείς και λειτουργικούς

A Miras, A Kamocka, D Patel, S Dexter, I Finlay, J C. Hopkins, O Khan, M Reddy, P Sedman, P Small, S Somers, S Cro, P Walton, C W. le Roux, R Welbourn,

Είναι λιγότερο γνωστό ότι ο δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ) από μόνος του αποτελεί έναν φτωχό δείκτη εκτίμησης της σοβαρότητας της νόσου της παχυσαρκίας σε επίπεδο ασθενούς αλλά και θνησιμότητας σε επίπεδο πληθυσμού. Στις επιδημιολογικές μελέτες οι ιατρικές, λειτουργικές, και ψυχικές επιπλοκές της νόσου αποτελούν τους καλύτερους προγνωστικούς δείκτες θνησιμότητας από τη νόσο της παχυσαρκίας μετά από 16 χρόνια παρατήρησης. Μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες έδειξαν ότι το βαριατρικό χειρουργείο, το χειρουργείο για την απώλεια βάρους σε ασθενείς με δείκτη μάζας σώματος [βάρος/(ύψος)2 ] άνω του 35, μείωσε τη θνητότητα και τη θνησιμότητα από την παχυσαρκία σε περιπτώσεις καρκίνου, υπνικής άπνοιας, καρδιαγγειακής νόσου, διαβήτη τύπου 2, μικροαγγειαγγειακών επιπλοκών, λειτουργικής έκπτωσης, υπογονιμότητας και της λιπώδους διήθησης ήπατος. Διάφορα αρχεία όπως το International Federation for the Surgery of Obesity and Metabolic Disorders (IFSO), το Global Registry και το Scandinavian Obesity Registry έχουν δείξει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του βαριατρικού χειρουργείου στις προαναφερόμενες συνοσηρότητες της παχυσαρκίας. Έτσι το βαριατρικό χειρουργείο από μία εγχείρηση για απώλεια βάρους θεωρείται πλέον ως ένα θεραπευτικό μέσο για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη σε ασθενείς με παχυσαρκία αλλά και σαν θεραπευτική επιλογή αντιμετώπισης των συνοσηροτήτων της παχυσαρκίας. Η αναδρομική μελέτη αποσκοπούσε να επιβεβαιώσει τα δημοσιευμένα ερευνητικά αποτελέσματα των μελετών, ανατρέχοντας στα αρχεία του Εθνικού Αρχείου Βαριατρικής Χειρουργικής της Μεγ. Βρετανίας, αναλύοντας δεδομένα εγχειρήσεων που είχαν γίνει στη χώρα.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Από το Φεβρουάριο του 2000 μέχρι το Δεκέμβριο του 2015 ήταν καταγεγραμένες 50,782 βαριατρικές επεμβάσεις στα αρχεία του NBSR όπου το 78% αποτελούσαν γυναίκες Καυκάσιας καταγωγής και μεσήλικες. Κατά την πενταετή παρακολούθηση των παχύσαρκων ασθενών που υποβλήθηκαν σε βαριατρικό χειρουργείο στατιστικά σημαντικές μειώσεις υπήρξαν στην εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, υπνική άπνοια, αρθρίτιδα, λειτουργική έκπτωση, άσθμα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Η υποχώρηση εμφάνισης αυτών των συνοσηροτήτων ήταν εμφανής από τον πρώτο χρόνο μετεγχειρητικά και έκανε plateau 2-5 χρόνια μετά το χειρουργείο. Το βαριατρικό χειρουργείο ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη μείωση της λειτουργικής έκπτωσης των παχύσαρκων όπου μετεγχειρητικά υπήρξε διπλασιασμός αυτών που μπορούσαν να ανέβουν σκάλες , καθώς και στη μείωση στο μισό στην εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η μόνη συνοσηρότητα στη οποία δεν υπήρξε βελτίωση ήταν στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών κα στην υπογονιμότητα.

Απώλεια βάρους
Η πιό γρήγορη απώλεια βάρους υπήρξε κατα το πρώτο μετεγχειρητικό χρόνο και έφτασε στο ναδίρ στα δύο χρόνια, συνολική απώλεια βάρους 30 ± 12%. Αυτή η απώλεια βάρους συνοδεύτηκε με από μετέπειτα αύξηση βάρους (rebound), με αποτέλεσμα συνολική μείωση βάρους 24 ± 13% στην πενταετία.

Επιλογή βαριατρικού χειρουργείου
Η πιό συχνή βαριατρική επέμβαση που επιλέχτηκε κατά το διάστημα της ανάλυσης ήταν Roux-en- Y gastric bypass (RYGB; 51.4%), ακολουθούμενη από τη μέθοδο του vertical sleeve gastrectomy (VSG; 20.2%) και του gastric banding (19.7%). Κατά το διάστημα της ανάλυσης υπήρξε μια προοδευτική αύξηση των επεμβάσεων με RYGB και με VSG και μία μείωση στην επιλογή του gastric banding

Επιπλοκές χειρουργείου
Μετεγχειρητικές καρδιαγγειακές επιπλοκές που παρατηρήθηκαν ήταν αρρυθμίες, έμφραγμα του μυοκαρδίου σε ποσοστό 0.3%. Οι συνολικές μετεγχειρητικές επιπλοκές ανήλθαν σε ποσοστό 3.1 % , η πιό συχνή ήταν έμετοι και αδυναμία λήψης τροφής. Η ενδονοσοκομειακή θνητότητα ήταν 0.07%.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι το βαριατρικό χειρουργείο στη Μεγάλη Βρετανία, όταν έχει ένδειξη, εκτός από την απώλεια του βάρους συνεισφέρει και σε σημαντική βελτίωση στη μείωση εμφάνισης επιπλοκών της παχυσαρκίας. Οι ασθενείς, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, μετεγχειρητικά εμφανίζουν σημαντική βελτίωση της υγείας τους και είναι πιό λειτουργικοί, αποτελώντας το βαριατρικό χειρουργείο έτσι μια ασφαλή μέθοδο εκλογής όχι μόνο για την απώλεια βάρους.


Η περιορισμένη διάρκεια ύπνου αυξάνει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου στη θέα μη υγιεινού φαγητού και την τάση για αυξημένη πρόσληψη του

Η περιορισμένη διάρκεια του ύπνου είναι γνωστό ότι επηρεάζει την απάντηση του οργανισμού μας στο φαγητό. Μελέτη  με λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο (fMRI) (απεικονίζει την αντίδραση των εγκεφαλικών κέντρων ΄στην τροφή), όταν έδειξε μη υγιεινά φαγητά σε 25 ενήλικες που είχαν κοιμηθεί μόνο 4-5 ώρες  παρατηρήθηκε αυξημένη δραστηριότητα  των εγκεφαλικών ΄τους κέντρων (κάτι που προδιαθέτει σε αυξημένη πρόσληψη τροφής) ενώ όταν τα ίδια μη υγιεινά φαγητά παρουσιάστηκαν στους ίδιους ασθενείς που είχαν κοιμηθεί 8-9 ώρες  η εγκεφαλική δραστηριότητα ήταν μικρότερη δείχνοντας ότι ο περιορισμός στις ώρες του ύπνου προκαλεί αυξημένη διέγερση του εγκεφάλου  και άρα αυξημένη τάση για κατανάλωση μη υγιεινού φαγητού

Από τους συγγραφείς  «St-Onge MP, Wolfe S, Sy M, Shechter A, Hirsch J» Με τίτλο εργασίας « Sleep restriction increases the neuronal response to unhealthy food in normal-weight individuals». Του τμήματος «Institute of Human Nutrition,New York Obesity Nutrition Research Center, St. Luke’s/Roosevelt Hospital, New York, NY, USA».που δημοσιεύθηκε στο «International Journal of Obesity» το 2013


Η δίαιτα αυξημένου γλυχαιμικού δείκτη προκαλεί στον εγκέφαλο αυξημένη επιθυμία για κατανάλωση τροφής και αυξημένο αίσθημα πείνας

Σε μεγάλη πολυκεντρική μελέτη από ΗΠΑ και Γερμανία, ερευνήθηκαν 12 υπέρβαροι και παχύσαρκοι ηλικίας 25-35 ετών  με λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο (fMRI) και που απεικόνισε την αντίδραση των εγκεφαλικών τους κέντρων, που είναι υπεύθυνα για την τροφή. Όταν δόθηκε δίαιτα υψηλού  γλυχαιμικού δείκτη παρατηρήθηκαν μετά τα γεύματα μειωμένες τιμές γλυκόζης στο αίμα αλλά ταυτόχρονα αυξημένο το αίσθημα της πείνας και αυξημένη δραστηριότητα των εγκεφαλικών κέντρων της τροφής από ότι όταν συγκρίθηκαν  μετά από τη λήψη  δίαιτας χαμηλού γλυχαιμικού δείκτη

Από τους συγγραφείς  « Belinda S Lennerz, David C Alsop, Laura M Holsen, Emily Stern, Rafael Rojas, Cara B Ebbeling, Jill M Goldstein, and David S Ludwig» με τίτλο εργασίας «Effects of dietary glycemic index on brain regions related to reward and craving in men»

σε συνεργασία των τμημάτων « New Balance Foundation Obesity Prevention Center, Boston Children’s Hospital, Boston, MA (BSL, CBE, and DSL); Ulm University, Ulm, Germany (BSL); the Beth Israel Deaconess Medical Center, Boston, MA (DCA and RR); Brigham and Women’s Hospital, Boston, MA (LMH, ES, and JMG), and Harvard Medical School, Boston, MA (BSL, DCA, LMH, ES, RR, CBE, JMG, and DSL»

που δημοσιεύθηκε στο “American Journal of Clinical Nutrition” το 2013


Μελέτη  δείχνει ότι η δίαιτα με ζωική πρωτεΐνη είναι ανώτερη από τη φυτική πρωτεΐνη στην ανάπτυξη και στη σύσταση σώματος στους έφηβους

Από τους συγγραφείς  «K. Assmann, G. Joslowski, A. Buyken, G. Cheng, T. Remer, A. Kroke, A. Günther»

με τίτλο δημοσίευσης

«Prospective association of animal protein intake during puberty with body composition in young adulthood»

Που δημοσιεύθηκε στο “Obesity Research & Clinical Practice” τον Οκτώβριο ΄του 2012


Μελέτη δείχνει ότι ο πρότερος εθισμός στο φαγητό δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα στην προσπάθεια απώλειας βάρους

Μελέτη με 178 παχύσαρκους  ηλικίας 40-60 ετών ΄που συμμετείχαν σε εξάμηνο πρόγραμμα απώλειας βάρους από το Πανεπιστήμιο του Yale των Ηνωμένων Πολιτειών διαπιστώθηκε ότι ο πρότερος εθισμός σε τροφές δεν επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα απώλειας βάρους.

Από τους συγγραφείς

«Μichelle R. Lent, Dawn M. Eichen, Εdie Goldbacher, Thomas A. Wadden, Gary D. Foster»

Με τίτλο δημοσίευσης

«Relationship of food addiction to weight loss and attrition during obesity treatment»

Που δημοσιεύθηκε στο « Obesity (London)”, to 2013


Η χειρουργική της παράκαμψης του στομάχου είναι ποιό αποτελεσματική από τη μέθοδο της λαπαροσκοπικής κάθετης διαμερισματοποίησης του στομάχου  

Στη βαριατρική χειρουργική (χειρουργική της παχυσαρκίας) ερευνητές που έκαναν ανασκόπηση στη βιβλιογραφία σχετικά με την αποτελεσματικότητα στην απώλεια βάρους της παράκαμψης του στομάχου (gastric by-pass) απευθείας με το έντερο, σε σύγκριση με την μέθοδο της λαπαροσκοπικής κάθετης διαμερισματοποίησης του στομάχου (sleeve gastrectomy) κατέληξαν ότι φαίνεται ότι η παράκαμψη του στομάχου (gastric by-pass) είναι ποιό αποτελεσματική στην απώλεια βάρους και στον έλεγχο του σακχάρου.

Από τους συγγραφείς «Xuechao Yang, Guang Yang, Wensheng Wang, Guoqing Chen, Hua Yang»

Τίτλος δημοσίευσης  «Gastrectomy for the Obese Patients»

Που δημοσιεύθηκε στο “Obesity Surgery” το 2013


To σιτάρι (ολικής), το κριθάρι και η σίκαλη δεν ενοχοποιούνται για τα καρδιαγγειακά, την παχυσαρκία και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, και τα άτομα με ευαισθησία στη γλουτένη μπορούν να σιτίζονται από προϊόντα σίτου ολικής χωρίς γλουτένη  

Μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ στην Ολλανδία έδειξε Α) ότι  προϊόντα σιταριού δεν προκαλούν εθισμό και τάση για αυξημένη κατανάλωση αλλά αντιθέτως όταν καταναλώνονται σε σωστή ποσότητα συνδέονται με επιτυχημένη μείωση του βάρους και μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο και Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 Β) ότι δεν είναι επιστημονικά ευσταθές να ενοχοποιείται ένα είδος τροφής είτε συστατικό αυτής ΄(τα λεγόμενα τεστ δυσανεξίας στις τροφές) για τα πρόσθετα κιλά και την παχυσαρκία.

Από τους συγγραφείς «Fred J.P. H. Brouns, Vincent J. Van Buul Peter R. Shewry»

Του τμήματος «Maastricht University, Faculty of Health, Medicine and Life Sciences, Department of Human Biology, Health Food Innovation Management, Maastricht, The Netherlands»

Δημοσίευση με τίτλο «Does wheat make us fat and sick?

Δημοσιεύθηκε στο «Journal of cereal Science” τον Ιούνιο  2013


Τα άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία κινδυνεύουν περισσότερο από αιφνίδιο θάνατο αδιευκρίνιστης αιτιολογίας σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό   

Σε εργασία παρουσιάστηκαν αποτελέσματα κατά τα οποία άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος άνω του 35 kg/m2) έχουν αυξημένο κίνδυνο για αιφνίδιο θάνατο. Στο άρθρο αναλύεται ότι ο λιπώδης ιστός αλλάζει τη λειτουργία  πολλών οργάνων του ανθρώπινου σώματος  αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο και τη συχνότητα αιφνίδιων θανάτων.

Από την συγγραφέα Kirsty Andrews

Που δημοσιεύθηκε στο “Pathology” Royal College of Pathologists, UK  το 2013


Η παχυσαρκία είναι επιβαρυντικός παράγοντας επιβίωσης σε γυναίκες με διάγνωση καρκίνου του παχέως εντέρου

Σε εργασία από την Αυστραλία σε 879 ενήλικες τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε γυναίκες με διάγνωση καρκίνου του παχέως εντέρου αυτές που έπασχαν και από[ παχυσαρκία είχαν διπλάσιο κίνδυνο για θάνατο έναντι αυτών με καρκίνο που δεν ήταν παχύσαρκες. Επίσης αυτές που αθλούνταν είχαν μικρότερο κίνδυνο σε σχέση με αυτές που δεν αθλούνταν. Τέλος οι καπνίστριες με διάγνωση καρκίνος  παχέως εντέρου είχαν το μεγαλύτερο κίνδυνο από όλες.

Από τους συγγραφείς “T Boyle, L Fritschi, C Platell and J Heyworth”

Με τίτλο δημοσίευσης «Lifestyle factors associated with survival after colorectal cancer diagnosis»

Που δημοσιεύθηκε στο “British Journal of Cancer” το 2013